Καζαμπλάνκα

Καζαμπλάνκα
(αραβ. Dar-al-Baida, διεθν. Casablanca). Πόλη (3.397.000 κάτ. το 2003) του Μαρόκου, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (1.615 τ. χλμ., 3.663.400 κάτ. το 2003). Βρίσκεται στην ακτή του Ατλαντικού και είναι η μεγαλύτερη πόλη της χώρας. Από το λιμάνι της (ένα από τα μεγαλύτερα τεχνητά λιμάνια στον κόσμο), που είναι το κυριότερο της χώρας και από τα σπουδαιότερα της Αφρικής, εξάγονται κυρίως τα μεταλλεύματα και τα γεωργικά προϊόντα (δημητριακά, εσπεριδοειδή και πρώιμα οπωροκηπευτικά) της πλούσιας ενδοχώρας καθώς επίσης δερμάτινα είδη, μαλλί και φωσφάτα, ενώ διακινούνται περίπου τα 3/4 του εμπορίου του Μαρόκου με το εξωτερικό. Κορυφαίο βιομηχανικό κέντρο (παράγει περίπου το 50% των βιομηχανικών προϊόντων της χώρας), διαθέτει πολλές βιομηχανίες παραγωγής υφασμάτων, υαλικών, ηλεκτρονικών, οικοδομικών υλικών, μπίρας, αλιευμάτων, επίπλων και τσιγάρων. Η πόλη διαθέτει καλό σιδηροδρομικό δίκτυο αλλά και διεθνή αερολιμένα. Γύρω από το λιμάνι και την παλιά πόλη (μεδίνα), που εκτείνεται παράλληλα με την ακτή σε μήκος περίπου ενός χιλιομέτρου, απλώνεται σαν ένα πλατύ ημικύκλιο η σύγχρονη μεγαλούπολη με τους ουρανοξύστες και τις πλατιές αρτηρίες που χτίστηκαν χωρίς πολεοδομικό σχεδιασμό, εκτός από τις περιοχές που αναπτύχθηκαν με βάση τις μελέτες των Προστ (1916) και Eκοσάρ (1946). Στην Κ., η οποία δεν έχει αρχαία μνημεία, υπάρχουν πολλά αραβικά και γαλλικά σχολεία, μία σχολή καλών τεχνών, το Ινστιτούτο Γκέτε, το τζαμί του Χασάν Β’ (1993, ένα από τα μεγαλύτερα του κόσμου) και ένα πολύ ενδιαφέρον ενυδρείο με πολλά είδη ψαριών από όλες τις θάλασσες. Ιστορία. Η περιοχή όπου είναι χτισμένη η Κ. είχε κατοικηθεί ήδη από τους προϊστορικούς χρόνους. Στην αρχαιότητα υπήρχε στην ίδια περιοχή η πόλη Aνφά, η οποία τον 12ο αι. έγινε ορμητήριο Aράβων κουρσάρων και το 1468 κατελήφθη και καταστράφηκε από τους Πορτογάλους. Οι Πορτογάλοι ίδρυσαν κατόπιν (1515) ένα νέο κέντρο, την Kάζα Mπράνκα, στην οποία παρέμειναν έως το 1755. Tο 1789 οι Iσπανοί έγιναν κύριοι του μονοπωλίου σιτηρών της πόλης, στην οποία έδωσαν τη σημερινή της ονομασία (κάζα μπλάνκα = λευκός οίκος ή λευκή πόλη). Η οικονομική της ανάπτυξη άρχισε το 1907 με την απόβαση των Γάλλων και την κατασκευή του λιμανιού της πόλης (1913-34). Κατά τον Β’ Παγκόσμιο πόλεμο διαδραμάτισε σημαντικό πολιτικό και στρατιωτικό ρόλο. Τον Iανουάριο του 1943 συνήλθε στην Κ. η περίφημη διάσκεψη κατά την οποίαο Pούζβελτ, ο Tσόρτσιλ, ο Nτε Γκολ και ο Zιρό συμφώνησαν για την απόβαση στη Σικελία και για τη συνέχιση του πολέμου μέχρι την πλήρη παράδοση των δυνάμεων του Άξονα. Το τζαμί του Χασάν Β’ στην Καζαμπλάνκα (φωτ. ΑΠΕ). Δορυφορική φωτογραφία της κεντροδυτικής ακτογραμμής του Μαρόκου, στο μέσον της οποίας διακρίνεται η Καζαμπλάνκα, το μεγαλύτερο λιμάνι και η πολυπληθέστερη πόλη της χώρας (φωτ. NASA, earth.jsc.nasa.gon).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Μαρόκο — Κράτος της βορείου Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με την Αλγερία και στα Ν με τη Δυτική Σαχάρα. Βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Δ από τον Ατλαντικό ωκεανό.Το Μ. έχει χερσαία σύνορα μήκους 2.017 χλμ. που τη χωρίζουν από την Αλγερία (1.559 …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Έπσταϊν, Τζούλιους και Φίλιπ — Αμερικανοί σεναριογράφοι και συγγραφείς θεατρικών έργων. Ο Τ.Έ. (Julius Epstein, Νέα Υόρκη 1909 – 1998) και ο Φ.Έ. (Philip Epstein, Νέα Υόρκη 1909 – 1952), δίδυμα αδέλφια, σπούδασαν στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και για σχεδόν 17 χρόνια… …   Dictionary of Greek

  • Καράγιωργας, Γιώργος — (Αθήνα 1919 –). Δημοσιογράφος και λογοτέχνης. Σπούδασε γαλλική φιλολογία και πολιτικές επιστήμες στην Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών. Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση της περιόδου 1941 44. Σταδιοδρόμησε ως δημοσιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • Κέρτιζ, Μάικλ — (Michael Curtiz, Βουδαπέστη 1888 – 1962). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου σκηνοθέτη του κινηματογράφου Μιχάλι Κέρτεζ (Mihaly Kertesz). Σπούδασε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών και Θεάτρου της Βουδαπέστης και έκανε την πρώτη του δουλειά στο …   Dictionary of Greek

  • Λόρε, Πίτερ — (Peter Lorre, Ρόζενμπεργκ, Ουγγαρία 1904 – Αμερική 1964). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ούγγρου ηθοποιού Λάζλο Λέβενσταϊν (Laszlo Loewenstein). Αποφάσισε να ασχοληθεί με την υποκριτική, αφού είχε διάγει μια ταραγμένη εφηβική και νεανική ηλικία και… …   Dictionary of Greek

  • Μάρσαλ, Τζορτζ Κάτλετ — (George Cutlet Marschall, Γιούνιονταουν, Πενσιλβάνια 1880 – Ουάσινγκτον 1959). Αμερικανός στρατηγός και πολιτικός. Φοίτησε στη Στρατιωτική Σχολή της Βιρτζίνια και διακρίθηκε ως επιτελικός αξιωματικός στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο. Από το 1939 έως το… …   Dictionary of Greek

  • Μεσανατολικό — Όρος με τον οποίο αποδίδεται η μακροχρόνια διαμάχη μεταξύ των αραβικών κρατών της Μέσης Ανατολής (Μικρά Ασία, Αραβική χερσόνησος και βορειοανατολική Αφρική) και του Ισραήλ, σχετικά με εδαφικές και άλλες διεκδικήσεις. Η σύγκρουση του 1948 ανάμεσα… …   Dictionary of Greek

  • Μπέργκμαν, Ίνγκριντ — (Ingrid Bergman, 1915 – 1982). Σουηδή ηθοποιός του κινηματογράφου και του θεάτρου. Αφού έγινε γνωστή στην πατρίδα της από μερικές ταινίες που γύρισε με σκηνοθέτη τον Γκούσταφ Μολάντερ, υπέγραψε συμβόλαιο με τον παραγωγό Ντέιβιντ Ο’ Σέλζνικ και… …   Dictionary of Greek

  • Μπόγκαρτ, Χάμφρεϊ — (Humphrey Bogart, Νέα Υόρκη 1899 – 1957). Αμερικανός ηθοποιός του κινηματογράφου. Με μια χαρακτηριστική εκφορά λόγου που έμοιαζε με ψεύδισμα αλλά τον έκανε να ξεχωρίζει από όλους τους ηθοποιούς της γενιάς του, ο Μπόγκι της αμερικανικής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”